Υγιή μωρά με προεμφυτευτικό έλεγχο
Με τον γενετικό προεμφυτευτικό έλεγχο των χρωμοσωμάτων μπορούν να αυξήθουν τα ποσοστά επιτυχίας στην εξωσωματική γονιμοποίηση .
Εδώ και λίγους μήνες, μια νέα τεχνική έχει κάνει δυναμικά την εμφάνισή της, προστιθέμενη στη φαρέτρα των εξειδικευμένων μεθόδων ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (ΙΥΑ). Πολύ πρόσφατα, η Βρετανική ομάδα που πέτυχε τις πρώτες κυήσεις με τη νέα αυτή μέθοδο δημοσίευσε και τα πρώτα της συγκεντρωτικά αποτελέσματα. Είναι γνωστό ότι οι ανωμαλίες του αριθμού και της δομής των χρωμοσωμάτων, οι οποίες προσβάλλουν κυρίως τα ωάρια (και σπανιότερα τα σπερματοζωάρια) ευθύνονται σε σημαντικό βαθμό για την αποτυχία στην ΙΥΑ.
Μάλιστα, σε ειδικές κατηγορίες (γυναίκες ηλικίας άνω των 40 ετών, ή με πολλές προηγούμενες αποτυχημένες προσπάθειες, ή με επανειλημμένες αποβολές κατά το πρώτο τρίμηνο της κυήσεως), φαίνεται ότι αυτή η μέθοδος θα μπορούσε να βελτιώσει σημαντικά την πιθανότητα επιτυχίας.
Είναι γνωστό ότι η γονιμότητα της γυναίκας μειώνεται καθώς περνούν τα χρόνια. Μάλιστα, μετά την ηλικία των 40 ετών, η πιθανότητα αυτόματης σύλληψης μειώνεται σημαντικά και μετά τα 45 σχεδόν εκμηδενίζεται. Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερες γυναίκες αποφασίζουν να τεκνοποιήσουν αφού πρώτα ολοκληρώσουν τις σπουδές τους και εξασφαλίσουν μια επαγγελματική σταδιοδρομία. Έτσι όμως, περνούν άκαρπες οι δύο “χρυσές” δεκαετίες της γονιμότητας (των 20 και των 30 ετών) και η γυναίκα συνειδητοποιεί “ξαφνικά”, λ.χ. στα 42 της, ότι αυτό που εκείνη θεωρούσε αυτονόητο είναι περίπου αδιανόητο για τη φύση! Καταφεύγουν επομένως στην εξωσωματική γονιμοποίηση, παραβλέποντας ότι ακόμη κι αυτή, όσο θεαματική κι αν είναι, δεν έχει τη δυνατότητα να αναστρέψει την επίδραση του χρόνου στα ωάρια!
Οι βλάβες των χρωμοσωμάτων ευθύνονται κατά κύριο λόγο για τη μείωση της γονιμότητας όσο περνούν τα χρόνια, καθώς και συχνά για τις επανειλημμένες αποτυχίες στην ΙΥΑ ή για τις επανειλημμένες αποβολές. Βεβαίως, οι βλάβες αυτές δεν “επισκευάζονται” – το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τις ανιχνεύσουμε, ώστε να μην χρησιμοποιήσουμε τα προσβεβλημένα ωάρια. Εκεί βρίσκει εφαρμογή η νέα μέθοδος. Όπως κάθε τι καινούριο, έτσι κι αυτή χρειάζεται αρκετό χρόνο και πολλές επιστημονικές μελέτες μέχρι να εδραιωθεί. Ας δούμε λοιπόν τι είναι, πώς και που εφαρμόζεται, και ποιες είναι οι δυνατότητες και οι περιορισμοί της.
Τι είναι η νέα μέθοδος
Πρόκειται για τη μέθοδο του προεμφυτευτικού γενετικού ελέγχου με “συγκριτικό γονιδιωματικό υβριδισμό σε μικροσυστοιχίες DNA” (array-CGH). Πολλές δύσκολες έννοιες μαζεμένες! Ας διευκρινίσουμε πώς λειτουργεί.
Όταν τα ωάρια ωριμάζουν, αποβάλλουν το ένα από τα δύο αντίγραφα του κάθε χρωμοσώματός τους σε ένα μικρό κύτταρο (πολικό σωμάτιο). Με τη γονιμοποίηση, το σπερματοζωάριο μεταφέρει κι εκείνο από ένα αντίγραφο των χρωμοσωμάτων του πατέρα και μπορεί έτσι να ανασυσταθεί ο νέος οργανισμός, με δύο αντίγραφα των χρωμοσωμάτων (ένα μητρικής προέλευσης και ένα πατρικής). Τότε εκβάλλεται κι ένα δεύτερο πολικό σωμάτιο. Υπάρχει δυνατότητα, χωρίς να βλάψουμε το ωάριο, τα πολικά σωμάτια να αφαιρεθούν και να αναλυθούν γενετικά: εάν περιέχουν μια πλήρη σειρά χρωμοσωμάτων, τότε το ωάριο θεωρητικά περιέχει την άλλη πλήρη σειρά.
Εάν όμως βρεθεί π.χ. ένα έλλειμμα χρωμοσώματος στο πολικό σωμάτιο, τότε το ωάριο θα έχει διατηρήσει και τα δύο αντίγραφα του εν λόγω χρωμοσώματος, οπότε, αν γονιμοποιηθεί, θα διαθέτει συνολικά τρία αντίγραφα, δύο μητρικά και ένα πατρικό: αυτό ονομάζεται “τρισωμία” και συνήθως προκαλεί βλάβες στο έμβρυο, που συχνά δεν είναι καν βιώσιμο. (Ορισμένες τρισωμίες οδηγούν στη γέννηση παιδιών με σημαντικά προβλήματα υγείας: για παράδειγμα, η τρισωμία 21 προκαλεί το σύνδρομο Down, που χαρακτηρίζεται από νοητική υστέρηση, δυσμορφία και άλλες δυσλειτουργίες.)
Δεν έχει νόημα εδώ να περιγράψουμε τη νέα τεχνική μέθοδο ανάλυσης (array-CGH). Αυτό που έχει σημασία να γίνει κατανοητό είναι ότι αυτή απαιτεί ειδικό εξοπλισμό, ακριβά αναλώσιμα, εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό και κυρίως προϋποθέτει την εξωσωματική γονιμοποίηση. Είναι επομένως μια μέθοδος άκρως εξειδικευμένη, αλλά και ιδιαίτερα δαπανηρή.
Που και πως εφαρμόζουμε τον προεμφυτευτικό έλεγχο
Η γενετική ανάλυση μπορεί να γίνει με 2-3 διαφορετικούς τρόπους, από τους οποίους ο array-CGH είναι ο πλέον εξελιγμένος. Η ανάλυση πραγματοποιείται σε εξειδικευμένα εργαστήρια γενετικής: το μεγαλύτερο δημόσιο εργαστήριο είναι το Χωρέμειο Ερευνητικό Εργαστήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπάρχουν βεβαίως ιδιωτικά κέντρα γενετικής, στα οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί η ανάλυση αυτή, καθώς και 3-4 ιδιωτικές μονάδες ΙΥΑ που διαθέτουν επαρκώς εξοπλισμένα και στελεχωμένα εργαστήρια γενετικής για τον σκοπό αυτό.
Έχει σημασία να συνειδητοποιήσει κανείς ότι ο προεμφυτευτικός γενετικός έλεγχος δεν είναι απλή υπόθεση, διότι οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές από buy 40mg cialis τον παραδοσιακό προγεννητικό έλεγχο ύστερα από αμνιοπαρακέντηση. Στον προεμφυτευτικό έλεγχο λαμβάνεται βιοψία από το κάθε ωάριο ή έμβρυο, έχουμε δηλαδή πολλά δείγματα από μία προσπάθεια εξωσωματικής γονιμοποίησης, ενώ στην αμνιοπαρακέντηση το εξεταζόμενο έμβρυο είναι συνήθως ένα (εκτός από τις σπάνιες περιπτώσεις δίδυμης ή τρίδυμης εγκυμοσύνης).
Επίσης, δεν διαθέτουμε χιλιάδες κύτταρα από τη βιοψία, αλλά μόνον ένα, κάτι που ενέχει δυσκολίες: πρώτον, χρειάζεται να πολλαπλασιάσουμε το DNA με απόλυτη ακρίβεια και χωρίς καμμία απώλεια, προκειμένου να δημιουργηθεί αρκετή ποσότητα DNA για την ανάλυση. Δεύτερον, απαιτούνται ειδικές δεξιότητες του εμβρυολόγου, ώστε να προβεί στη βιοψία των πολικών σωματίων από το ωάριο, ή ενός κυττάρου από το έμβρυο την 3η ημέρα μετά τη γονιμοποίηση, χωρίς να προκαλέσει βλάβες.
Τρίτον, είναι απαραίτητος ο επιδέξιος χειρισμός του μοναδικού αυτού κυττάρου για την ασφαλή αποστολή του στο εργαστήριο γενετικής, αποκλείοντας κάθε πιθανότητα σφάλματος στην ταυτοποίηση, ειδικά όταν ελέγχονται πολλά ωάρια ή έμβρυα της ίδιας προσπάθειας, αφού όλη η τεχνική αποσκοπεί ακριβώς στην επιλογή των φυσιολογικών ωαρίων ή εμβρύων! Τέλος, η ανάλυση πρέπει να ολοκληρωθεί έγκαιρα (συνήθως σε 1-2 ημέρες), ώστε τα επιλεγμένα φυσιολογικά ωάρια ή έμβρυα να μεταφερθούν στη μήτρα (σε αντίθετη περίπτωση, υπάρχει δυνατότητα να καταψυχθούν και να κρυοσυντηρηθούν, αυτό όμως εισάγει ένα επιπρόσθετο βήμα στην τεχνική και ενέχει έναν μικρό κίνδυνο καταστροφής ορισμένων εμβρύων κατά την απόψυξη).
Δυνατότητες και περιορισμοί για τον προεμφυτευτικό έλεγχο
Είναι προφανές ότι μια τόσο εξελιγμένη μέθοδος ελέγχου έχει πλεονεκτήματα: είναι σήμερα εφικτό κάτι που πριν μερικά χρόνια φάνταζε αδύνατο, δηλαδή να ελέγχονται πριν την εμφύτευση όλα τα χρωμοσώματα του ωαρίου, ή του εμβρύου, άρα να επιλέγονται μόνον υγιή έμβρυα. Επομένως, αναμένεται (κάτι τέτοιο όντως διαφαίνεται από τις πρώτες δημοσιευμένες μελέτες) σημαντική έως και θεαματική αύξηση του ποσοστού επιτυχίας στην εξωσωματική γονιμοποίηση.
Όμως, η μέθοδος έχει και σημαντικούς περιορισμούς: πρώτον, δεν έχει ακόμη μελετηθεί επαρκώς, οπότε δεν είναι σωστό να προτείνεται σε όλους αδιακρίτως. Δεύτερον, έχει ένα σημαντικό οικονομικό κόστος, το οποίο την καθιστά σχεδόν απαγορευτική: ο κάθε έλεγχος κοστίζει τουλάχιστον 300 Ευρώ – για να ελεγχθούν π.χ. τα 10 έμβρυα μιας προσπάθειας, το κόστος εκτινάσσεται και προστίθεται στο κόστος της εξωσωματικής γονιμοποίησης, με ενδεχόμενο μάλιστα να μην βρεθεί κανένα φυσιολογικό έμβρυο και τελικά να μην πραγματοποιηθεί εμβρυομεταφορά. Τρίτον, η βιοψία ενέχει ένα μικρό κίνδυνο καταστροφής των ωαρίων (περίπου 1%), και η μέθοδος έχει αξιοπιστία περίπου 98%, άρα υπάρχει ένα μικρό περιθώριο σφάλματος, κάτι που σημαίνει ότι η έγκυος θα πρέπει να υποβληθεί ούτως ή άλλως σε προγεννητικό έλεγχο (π.χ. αμνιοπαρακέντηση) εκ των υστέρων για να επιβεβαιώσει την προεμφυτευτική διάγνωση, αν θέλει να είναι απολύτως βέβαιη ότι το κυοφορούμενο τέκνο δεν φέρει χρωμοσωματικές ανωμαλίες.
Συχνά οι νέες τεχνικές προσφέρουν αυξημένες δυνατότητες, αλλά έχουν και συγκεκριμένους περιορισμούς. Αυτό συμβαίνει και με τη νέα μέθοδο προεμφυτευτικού ελέγχου των χρωμοσωμάτων στην εξωσωματική γονιμοποίηση (είτε η γενετική ανάλυση πραγματοποιηθεί με array-CGH ή με παλαιότερες μεθόδους). Πάντως, πρόκειται για μια εξαιρετικά αποδοτική τεχνική, η οποία, εάν εφαρμοσθεί ευρύτερα, θα έχει αναλογικά ολοένα και μικρότερο κόστος, ενώ παράλληλα θα συσσωρεύεται και η εμπειρία από την εφαρμογή της, κάτι που θα μπορούσε, σε βάθος χρόνου, να την εδραιώσει ως μία ακόμη τεχνική ρουτίνας στην ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.