Γονιμότητα: Ό,τι φέρνει τον πελαργό πιο κοντά μας
Η γονιμότητα είναι ένα ζήτημα που απασχολεί τους ανθρώπους από αρχαιοτάτων χρόνων. Σε όλους τους πολιτισμούς, άλλωστε, υπήρχαν ξεχωριστές τελετουργίες και ικεσίες, αλλά και ειδικοί θεοί, τους οποίους επικαλούνταν ώστε να επιτευχθεί η πολυπόθητη γονιμότητα. Στις μέρες μας, απαλλαγμένοι πια από προλήψεις και δεισιδαιμονίες, συνεχίζουμε να θεωρούμε την απόκτηση ενός παιδιού πολύ σημαντική.
Στόχος μας; Να προστατεύσουμε, να ενισχύσουμε, να διατηρήσουμε, αλλά και να διασφαλίσουμε τη γονιμότητά μας. Για να τα καταφέρουμε: Ας μάθουμε ποιες από τις συνήθειες και τις επιλογές μας -είτε είμαστε άνδρες είτε γυναίκες- θα διαφυλάξουν και θα ενισχύσουν τη γονιμότητά μας και, αντίθετα, ποιες πρέπει να αποφεύγουμε ή και να ξεχάσουμε τελείως, για να αποκτήσουμε ένα ή και περισσότερα παιδιά.
Επιπλέον, ας εμπιστευτούμε την επιστήμη. Έχει καταφέρει να εντοπίσει και στη συνέχεια να θεραπεύσει πολλούς από τους παράγοντες υπογονιμότητας, αλλά και να τους προσπεράσει, προσφέροντας μια εναλλακτική λύση για τα ζευγάρια που δυσκολεύονται να αποκτήσουν ένα παιδί: την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.
Ενότητα 1: Τα καλύτερα χρόνια της γονιμότητας Η ηλικία της γονιμότητας
Οι ειδικοί συμφωνούν πως οι καλύτερες ηλικίες για να μείνει έγκυος μια γυναίκα είναι ανάμεσα στα 25 και τα 28, όπου η γονιμότητα βρίσκεται στην ακμή της. Παρ’ όλα αυτά, και μέχρι τα 35 μια γυναίκα μπορεί να περιμένει πως θα μπορέσει να μείνει έγκυος σχετικά εύκολα. Όμως, η γυναικεία γονιμότητα ελαττώνεται μετά τα 35, αλλά και όσο περνούν τα χρόνια. Χαρακτηριστικά, μπορούμε να αναφέρουμε πως στην ηλικία των 45 ετών το 1/3 περίπου των γυναικών έχει χάσει τη γονιμότητά του και στην ηλικία των 50 ετών πλέον μόνο η μία στις 50.000 γυναίκες μένει έγκυος. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν γυναίκες που συλλαμβάνουν φυσιολογικά, στα 42 ή και στα 45 τους χρόνια.
Στους άνδρες, η γονιμότητα μειώνεται με τα χρόνια, δεν παρουσιάζει όμως τις δραματικές αλλαγές που παρατηρούνται στις γυναίκες και θεωρητικά δεν χάνεται ποτέ. Υπάρχει μια ήπια, σταδιακή μείωση των επιπέδων της τεστοστερόνης, που αρχίζει συνήθως μετά την ηλικία των 45 ετών. Oι άνδρες φαίνεται ότι χάνουν κάθε χρόνο το 2% της δυναμικής του σπέρματός τους.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι μειώνεται όχι μόνο ο αριθμός των σπερματοζωαρίων τους, αλλά και η κινητικότητά τους. Στην ουσία, ο άνδρας είναι μια βιομηχανία παραγωγής σπερματοζωαρίων, σε αντίθεση με τη γυναίκα, που γεννιέται με όλα τα ωάρια που θα έχει στη ζωή της και από τα οποία μόνο 400 με 500 περίπου από το αρχικό απόθεμα θα ωριμάσουν και θα μπορέσουν να γονιμοποιηθούν.
Στην κατάψυξη για αργότερα
Πρόκειται μεν για πρακτικές που δεν εφαρμόζονται ευρέως στη χώρα μας, αλλά η επιστήμη παρέχει στις γυναίκες τη δυνατότητα (όπως συμβαίνει εδώ και 50 χρόνια περίπου με το ανδρικό σπέρμα) να καταψύξουν τα ωάρια ή τον ωοθηκικό ιστό τους σε νεαρή ηλικία. Με ολοένα βελτιούμενα ποσοστά επιτυχίας, τα ωάρια αυτά ή ωάρια που θα ωριμάσουν ετεροχρονισμένα από τον ωοθηκικό ιστό είναι δυνατόν να γονιμοποιηθούν αργότερα, όταν η γυναίκα το επιλέξει. Η δυσκολία, βέβαια, όσον αφορά την κατάψυξη, την απόψυξη και τη γονιμοποίηση του ωαρίου έγκειται στο ότι, επειδή είναι το μεγαλύτερο κύτταρο του ανθρώπου, περιέχει πολύ νερό και κατά την κατάψυξή του σχηματίζονται κρύσταλλοι, που μπορεί να το καταστρέψουν.
Η διαδικασία αυτή αφορά γυναίκες που πάσχουν από καρκίνο και κινδυνεύουν να μπουν σε πρόωρη εμμηνόπαυση (εξαιτίας της χημειοθεραπείας ή της ακτινοθεραπείας στην οποία υποβάλλονται), αλλά και γυναίκες που βρίσκονται σε διαδικασία εξωσωματικής γονιμοποίησης, που δεν έχουν ακόμα αποφασίσει ή δημιουργήσει τις συνθήκες για να κάνουν παιδί, που κινδυνεύουν από πρόωρη εμμηνόπαυση κ.ά. Αυτό που θα πρέπει, όμως, να έχει υπόψη της μια γυναίκα που θα φυλάξει τα ωάριά της για να κυοφορήσει σε μια προχωρημένη ηλικία είναι ότι πιθανώς θα μείνει έγκυος, αλλά λόγω ηλικίας θα έχει αυξημένες πιθανότητες να αντιμετωπίσει μαιευτικές επιπλοκές (π.χ. υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, πρόωρο τοκετό).
Ενότητα 2: Προστασία και ενίσχυση της γονιμότητας Για τις γυναίκες
Στην πραγματικότητα, ένας σημαντικός παράγοντας που σχετίζεται με τη γονιμότητα είναι η ηλικία, αυτήν όμως σίγουρα δεν μπορούμε να την επηρεάσουμε. Η κληρονομικότητα είναι, επίσης, ένας παράγοντας που χρειάζεται να συνυπολογίσουμε. Σκόπιμο είναι να πληροφορηθούμε σε ποια ηλικία μπήκε στην εμμηνόπαυση η μητέρα μας, αλλά και οι γιαγιάδες μας, καθώς (κυρίως) αν η εμμηνόπαυσή τους ξεκίνησε νωρίς (π.χ. στα 40 ή τα 42), δεν είναι καθόλου απίθανο να έχουμε κι εμείς την ίδια γενετική προδιάθεση.
Και στις δύο περιπτώσεις, βέβαια, χρειάζεται είτε να βιαστούμε είτε να φροντίσουμε με τη βοήθεια της επιστήμης να διατηρήσουμε τη γονιμότητά μας για περισσότερα χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν και κάποια «προληπτικά» μέτρα που μπορούμε να υιοθετήσουμε για να προστατεύσουμε και να ενισχύσουμε τη γονιμότητά μας. Αυτά είναι:
Να διατηρήσουμε ένα φυσιολογικό βάρος. Τα οιστρογόνα, οι ορμόνες που σχετίζονται με την καλή λειτουργία του αναπαραγωγικού συστήματος, μεταβολίζονται στο λίπος. Έτσι, το ιδανικό είναι οι γυναίκες να μην είμαστε ούτε πάρα πολύ αδύνατες, έχοντας έτσι ελάχιστο λίπος, χαμηλά οιστρογόνα και κακή γονιμότητα, αλλά ούτε και υπέρβαρες, έχοντας έτσι πολλά οιστρογόνα μεν, αλλά και πολλά ανδρογόνα.
Τις περισσότερες φορές, βέβαια, οι γυναίκες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα γονιμότητας επειδή είναι πολύ αδύνατες ή πολύ παχιές, καταφέρνουν να ανατρέψουν την κατάσταση μόλις πάρουν ή αντίστοιχα χάσουν λίγα κιλά. Μάλιστα, σύμφωνα με επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ, που έκαναν έρευνα διάρκειας 3 μηνών σε δείγμα 40 παχύσαρκων γυναικών που δεν παρήγαγαν ωάρια, οι παχύσαρκες γυναίκες που χάνουν έστω και λίγο βάρος, αυξάνουν τη ροή του αίματος προς τη μήτρα σε ποσοστό 19% (η βελτίωση του κυκλοφορικού λειτουργεί σαν διακόπτης που αποκαθιστά τον κύκλο γονιμότητας) και μειώνουν τα επίπεδα της τεστοστερόνης στον οργανισμό τους (σε υψηλά επίπεδα επηρεάζει τη γονιμότητα).
Επιπλέον, σε παλαιότερη έρευνα είχε διαπιστωθεί ότι ακόμα και μικρή απώλεια βάρους συνδέεται με την αύξηση κατά 30-40% της πιθανότητας να αποκατασταθεί η γονιμότητα στις γυναίκες. Να μην καπνίζουμε. Ακόμα και με ένα τσιγάρο την ημέρα, όχι μόνο μειώνονται οι πιθανότητες να συλλάβουμε, αλλά και να έχουμε μια καλή εγκυμοσύνη. Να χρησιμοποιούμε προφυλακτικό όταν δεν έχουμε σταθερό σύντροφο, καθώς ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες υπογονιμότητας είναι οι επιπλοκές που μπορεί να προκαλέσουν τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα.
Τέτοια είναι τα χλαμύδια και η βλεννόρροια, που μπορούν να αντιμετωπιστούν εύκολα αν διαγνωστούν έγκαιρα, αλλά αν μείνουν χωρίς θεραπεία, μπορεί να δημιουργήσουν υπογονιμότητα (π.χ. προβλήματα στις σάλπιγγες). Να μην αδιαφορούμε για τον πόνο. Αν έχουμε πόνους στην περίοδο, μπορεί να πρόκειται για ενδομητρίωση, που προκαλεί προβλήματα υπογονιμότητας και χρήζει διερεύνησης. Να περιορίσουμε το αλκοόλ σε λιγότερο από 2 ποτά την εβδομάδα, καθώς η υπερβολική κατανάλωσή του μπορεί να περιορίσει κατά το ήμισυ την αναπαραγωγική ικανότητα των γυναικών. Να μειώσουμε τον καφέ σε λιγότερα από 4 φλιτζάνια την ημέρα, αφού, σύμφωνα με ολλανδούς ερευνητές, η κατάχρηση του καφέ μπορεί να ελαττώσει ακόμη περισσότερο τις πιθανότητες επιτυχούς εγκυμοσύνης σε γυναίκες με προβλήματα γονιμότητας. Να ασκούμαστε, αλλά όχι υπερβολικά, καθώς η συχνή (π.χ. καθημερινή) και ιδιαίτερα έντονη (μέχρι εξάντλησης) σωματική άσκηση μπορεί να μειώσει τη γυναικεία γονιμότητα, καθώς μπορεί να στερήσει τον οργανισμό από την ενέργεια που χρειάζεται για μια επιτυχή εγκυμοσύνη, όπως αναφέρει νέα νορβηγική μελέτη.
Για τους άνδρες Tην ανδρική γονιμότητα μπορεί να επηρεάσουν: Η παχυσαρκία, όπως και ο διαβήτης, επιδρούν αρνητικά στη γονιμότητα, αφού, σύμφωνα με έρευνες, οι παχύσαρκοι άνδρες έχουν 60% περισσότερες πιθανότητες να φέρουν χαμηλότερης ποιότητας σπέρμα και 40% μεγαλύτερο κίνδυνο το σπέρμα αυτό να εμφανίσει γενετικές ανωμαλίες.
Επιπλέον, και ο διαβήτης αλλοιώνει γενετικά το σπέρμα. Η ατμοσφαιρική ρύπανση. Το κάπνισμα, σύμφωνα με τους ειδικούς, αποδεδειγμένα επηρεάζει τη βιοσύνθεση της τεστοστερόνης, τη σπερματογένεση, την ωρίμαση των σπερματοζωαρίων, ελαττώνει τη γονιμοποιητική τους ικανότητα και προκαλεί κατακερματισμό του DNA τους. Το αλκοόλ σε μεγάλες ποσότητες μπορεί να μειώσει την παραγωγή τεστοστερόνης. Το στρες επηρεάζει την ποιότητα των σπερματοζωαρίων.
Η ακτινοβολία των κινητών τηλεφώνων μπορεί να επηρεάσει τη γονιμοποιητική ικανότητα του άνδρα. Η πολύωρη οδήγηση, τα πολύ ζεστά μπάνια, αλλά και τα στενά εσώρουχα και παντελόνια, επηρεάζουν τη γονιμότητα των ανδρών, λόγω της θερμοκρασίας που αναπτύσσεται στην περιοχή. Γι’ αυτό οι ειδικοί συνιστούν δεκάλεπτα διαλείμματα ανά ώρα οδήγησης και την αποφυγή των στενών ρούχων. Τα φάρμακα, όπως τα συνήθη αντιβιοτικά αλλά και τα αναβολικά στεροειδή κ.ά., επηρεάζουν την παραγωγή και λειτουργία των σπερματοζωαρίων.
Τα πλαστικά ποτήρια, λόγω των διάφορων ουσιών που εκλύονται από το πλαστικό, όταν αυτό έρθει σε επαφή με το ζεστό κυρίως καφέ. Το laptop, που κατά τη λειτουργία του αναπτύσσει στο εσωτερικό του θερμοκρασία άνω των 70 βαθμών Κελσίου και συχνά οι άνδρες-χρήστες το τοποθετούν στους μηρούς τους, κοντά στους όρχεις, βλάπτοντας έτσι την ποιότητα του σπέρματος. Τα φυτοοιστρογόνα (ορμόνες που περιέχονται σε υψηλή συγκέντρωση στη σόγια, την μπίρα, το κρασί, τον καφέ και τους ξηρούς καρπούς), που θεωρούνται βλαβερά για το σπέρμα, αφού μιμούνται τη δράση των γυναικείων ορμονών. Πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ έδειξε ότι ακόμη και η μικρή κατανάλωση σόγιας μειώνει κατά 50% περίπου την παραγωγή σπέρματος.
Επιπλέον, σύμφωνα με το Βρετανικό Συμβούλιο Ιατρικής Έρευνας στο Κέιμπριτζ, όσοι επιθυμούν να βιώσουν την πατρότητα, καλό είναι να περιορίσουν το στιγμιαίο καφέ, τα βραζιλιάνικα φιστίκια, τα αράπικα φιστίκια, την μπίρα και το κόκκινο κρασί.
Ενότητα 3: Οι εχθροί της γονιμότητας
Πότε υπάρχει πρόβλημα Όταν ένα νεαρό ζευγάρι προσπαθεί να κάνει παιδί, έχοντας τακτικές επαφές χωρίς προφύλαξη, και δεν τα έχει καταφέρει μέσα σε ένα χρόνο. Παρ’ όλα αυτά, εφόσον η γυναίκα είναι νεότερη από 35 ετών, το εν λόγω ζευγάρι μπορεί να συνεχίσει τις προσπάθειες για να συλλάβει φυσιολογικά και για ένα χρόνο ακόμη, αφού στα 2 χρόνια «ελεύθερων» τακτικών επαφών το 80-85% των ζευγαριών θα έχουν κατορθώσει να αποκτήσουν παιδί.
Η υπογονιμότητα σε νούμερα Το πρόβλημα της υπογονιμότητας απασχολεί το 15% των ζευγαριών αναπαραγωγικής ηλικίας διεθνώς (πρόκειται για περίπου 50 με 80 εκατομμύρια ανθρώπους). Στην Ελλάδα, όμως, μπορεί να φτάνει ακόμα και στο 20%. Περίπου 700.000 άνθρωποι στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπογονιμότητας. Τα αίτια της υπογονιμότητας μοιράζονται ως εξής: Στο 25-40% των περιπτώσεων το πρόβλημα εντοπίζεται στον άνδρα, στο 40-55% στη γυναίκα, ενώ στο 10% υπάρχουν προβλήματα και στους δύο συντρόφους. Υπάρχει όμως και ένα ποσοστό 10-15% υπογονιμότητας άγνωστης αιτιολογίας.
Τα προβλήματα της γυναικείας γονιμότητας εντοπίζονται: Στις σάλπιγγες, όπου φυσιολογικά το ωάριο, που «κατέβηκε» από την αντίστοιχη ωοθήκη, θα γονιμοποιηθεί και θα κυλήσει προς τη μήτρα. Οι σάλπιγγες είναι πολύ ευαίσθητα όργανα και έτσι μπορεί η μία από τις δύο να έχει αφαιρεθεί (π.χ. επειδή υπήρξε κάποια εξωμήτρια κύηση), να μην έχει κινητικότητα, να μην έχει λειτουργικότητα ή να εμφανίζει κάποια απόφραξη (να μην μπορεί, δηλαδή, το ωάριο να περάσει από μέσα της).
Τα προβλήματα της σάλπιγγας μπορεί να οφείλονται σε μετεγχειρητικές συμφύσεις (π.χ. επειδή προηγήθηκε κάποια επέμβαση, εξαιτίας, για παράδειγμα, μιας εξωμήτριας κύησης), στην ενδομητρίωση, σε παράγοντες που δεν έχουν εντοπιστεί, αλλά και σε κάποια σαλπιγγίτιδα (φλεγμονή που οφείλεται σε κάποιο μικρόβιο, π.χ. στα χλαμύδια, που είναι σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα), την οποία πέρασε η γυναίκα κάποια στιγμή στη ζωή της και δεν την κατάλαβε (προκαλεί πόνους στην κοιλιά) ή δεν την αντιμετώπισε επαρκώς (με την κατάλληλη αντιβίωση).
Πώς αντιμετωπίζονται: Παλαιότερα η μόνη λύση ήταν η χειρουργική επέμβαση (με μικρή πιθανότητα επιτυχίας), σήμερα προτείνεται η εξωσωματική γονιμοποίηση. Τα καλά νέα: Ας μην ξεχνάμε ότι οι γυναίκες έχουν 2 σάλπιγγες, όπως και ωοθήκες. Έτσι, το να λείπει ή να έχει πρόβλημα η μία σάλπιγγα δεν είναι απαγορευτικό για μία εγκυμοσύνη, αφού η φύση έχει προνοήσει ώστε η σάλπιγγα να παρουσιάζει «τροπισμό», να έχει δηλαδή κινητικότητα προσπαθώντας να «βρει» το ωάριο (ακόμη κι αν αυτό «κατεβαίνει» από την ωοθήκη της άλλης πλευράς σε σχέση με τη σάλπιγγα που υπάρχει).
Σε διαταραχές του μηχανισμού της ωοθυλακιορρηξίας, που σημαίνει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα στην ποιότητα της ωοθυλακιορρηξίας (είναι άτακτη ή δεν υπάρχει καθόλου), που συχνά συνοδεύεται από αραιομηνόρροια ή αμηνόρροια. Οι διαταραχές αυτές οφείλονται σε διάφορες ορμονικές διαταραχές, όπως είναι η υπερπρολακτιναιμία, η υπερανδρογοναιμία, οι βλάβες της υπόφυσης, οι βλάβες των ωοθηκών, οι θυρεοειδοπάθειες κ.ά.
Πώς αντιμετωπίζονται: Μπορεί να χρειαστεί διέγερση των ωοθηκών με φάρμακα σε μορφή χαπιών ή ενέσεων. Τα καλά νέα: Οι παχύσαρκες γυναίκες στις οποίες το πρόβλημα είναι οι πολυκυστικές ωοθήκες, αν χάσουν το 25% του βάρους τους, μπορεί να δουν το πρόβλημα να διορθώνεται σε ποσοστό 50%. Επίσης, όσο περνούν τα χρόνια, οι γυναίκες αυτές βλέπουν τόσο τον κύκλο τους να σταθεροποιείται, όσο και τη γονιμότητά τους να βελτιώνεται.
Στην ενδομητρίωση, που είναι η ανάπτυξη ενδομητρικού ιστού εκτός της μήτρας και απασχολεί το 10-15% των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία. Αυτός ο ιστός, που βρίσκεται σε σημεία εκτός της μήτρας, ακολουθεί με τη σειρά του τις ορμονικές επιταγές του σώματος, οπότε, κάθε φορά που η γυναίκα έχει περίοδο, αιμορραγεί και αυτός, με συνέπεια να προκαλείται ο έντονος πόνος που χαρακτηρίζει την ενδομητρίωση. Ο μόνος σίγουρος τρόπος για να γίνει ασφαλής διάγνωση της ενδομητρίωσης είναι η επέμβαση.
Πώς αντιμετωπίζονται: Είτε με επέμβαση είτε με φάρμακα.
Τα καλά νέα: Η εγκυμοσύνη, αν βέβαια επιτευχθεί -γιατί η ενδομητρίωση προκαλεί υπογονιμότητα-, μειώνει σημαντικά την ενδομητρίωση. Σε άλλους παράγοντες, όπως κάποια ενδοκρινικά νοσήματα που επηρεάζουν την ωοθυλακιορρηξία (π.χ. διαβήτης, προβλήματα στο θυρεοειδή, παθήσεις στα επινεφρίδια κ.ά.), προβλήματα στον τράχηλο (π.χ. τραχηλίτιδες), στο ενδομήτριο (μια υπερπλασία, ένα ινομύωμα, ένας πολύποδας, η ύπαρξη συμφύσεων εξαιτίας, για παράδειγμα, μιας απόξεσης κ.ά.), στη μήτρα (που μπορεί να εμφανίζει ανατομικές ιδιαιτερότητες, να είναι πολύ μικρή ή δίκερος, διθάλαμος κλπ.) κ.ά., που αντιμετωπίζονται κατά περίπτωση.
Επηρεάζει η έκτρωση;
Οι ειδικοί τονίζουν ότι ποτέ δεν μπορούν να πουν με ασφάλεια ότι μια έκτρωση δεν θα δημιουργήσει κανένα ή, αντίστοιχα, πολλά προβλήματα στη μετέπειτα προσπάθεια μιας γυναίκας να συλλάβει. Σύμφωνα με τις στατιστικές, η μία στις 150 ή τις 200 εκτρώσεις οδηγεί σε υπογονιμότητα λόγω προβλημάτων που δημιουργούνται στις σάλπιγγες (π.χ. συμφύσεις λόγω της επέμβασης).
Από την άλλη πλευρά, η έκτρωση μπορεί να δημιουργήσει επιπλοκές σε μια μελλοντική εγκυμοσύνη (αποβολή, πρόωρο τοκετό ή μεγάλη αιμορραγία), αν προκληθούν προβλήματα στο ενδομήτριο. Φυσικά, όσο πιο προσεκτικά γίνεται μια έκτρωση και τηρούνται όλοι οι κανόνες από το γυναικολόγο και το νοσοκομείο στο οποίο διενεργείται η επέμβαση, τόσο περισσότερο μειώνονται οι πιθανότητες να υπάρξουν επιπλοκές.
Τα προβλήματα της ανδρικής γονιμότητας:
Ενδοκρινικά αίτια, όπως προβλήματα του θυρεοειδούς, ανεπάρκεια κάποιων ορμονών ή ανωμαλία στη δράση κάποιων ορμονών, κάποια συγγενή σύνδρομα κ.ά. Οι φλεγμονές (π.χ. προστατίτιδα, ορχίτιδα κ.ά.), που αντιμετωπίζονται συνήθως αποτελεσματικά με ειδική φαρμακευτική αγωγή. Η κιρσοκήλη, η οποία δημιουργείται από διογκωμένες φλέβες γύρω από τους όρχεις, μπορεί να γίνεται αντιληπτή με το μάτι ή με την ψηλάφηση και αντιμετωπίζεται με χειρουργική επέμβαση.
Από την άλλη πλευρά, μπορεί σπανιότερα τα προβλήματα να μην έχουν να κάνουν με την ποιότητα του σπέρματος, αλλά με αυτή την ίδια την εκσπερμάτιση που παρουσιάζει διαταραχές (π.χ. παλίνδρομη εκσπερμάτιση), με την έλλειψη του σπερματικού πόρου ή με την απόφραξη της αποχετευτικής οδού, με αποτέλεσμα να μην μπορεί το σπέρμα να «διοχετευτεί» προς τα έξω.
Πηγή: www.vita.gr